Βαυαροί ανθρακωρύχοι στην Κύμη


21 Ιουνίου 1851
 Τη νύχτα στις δύο, φτάσαμε στο λιμάνι της Κύμης, όπου ήταν αραγμένα αρκετά πλοία. Ο λιμενάρχης έφτασε νωρίς το πρωί και μας είπε πως ήταν στη διάθεση μας. Ήθελε πάρα πολύ να τον ακολουθήσουμε στο σπίτι του. Η γυναίκα του και μία πανέμορφη κόρη που είχε, μας περιποιήθηκαν πολύ. Η οικογένεια ήταν από την Ύδρα και ο πατέρας είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως η κόρη του δε θα παντρευόταν κουμιώτη, γιατί ήταν όλοι τους βάρβαροι. Είχαν κι ένα αγοράκι, πολύ αστείο, που πήγαινε συνέχεια προς τα πίσω, σα να το είχε μάθει να περπατάει μια καβουρομάνα. Εδώ μάθαμε ότι ό βαυαρός Fix που είχε το ανθρακωρυχείο, πυροβολήθηκε θανάσιμα από ληστές, δύο μίλια έξω από την Αθήνα, επιστρέφοντας στην πρωτεύουσα όπου πήγαινε να πουλήσει τα προϊόντα του. Μαζί ήταν τα δύο από τα παιδιά του, τα οποία άφησαν ελεύθερα οι ληστές αφού προηγουμένως σκότωσαν τον πατέρα και εσύλησαν το πτώμα του.

 [Η Χριστιάνα πρέπει να αναφέρεται εδώ στον Georg Fix, το μεταλλειολόγο και γενάρχη της οικογένειας Fix στην Ελλάδα. Ο βίαιος αυτός θάνατος του δε μας είναι γνωστός από άλλες πηγές.] 

 Κάναμε, έναν μικρό θαλάσσιο περίπατο και στη συνέχεια πήραμε τον ανήφορο για την πόλη της Κύμης. Ο δρόμος είναι καλός αλλά υπερβολικά απότομος. Είχε ανυπόφορη ζέστη. Για να μη φτάσουμε επάνω με την ψυχή στο στόμα, καθήσαμε στη σκιά των δέντρων και ξεκουραζόμασταν καθώς μας δρόσιζε το θαλασσινό αεράκι. Στο σημείο εκείνο ήρθε και μας συνάντησε μία ολόκληρη αντιπροσωπεία. Επικεφαλής ήταν ο δήμαρχος με το γραμματέα του και ακολουθούσαν ο πάρεδρος συνοδευόμενος από τους υπαλλήλους του, δύο αξιωματικοί, η ιεραρχία και μία συνοδεία από περίεργους. Όλες οι δημόσιες υπηρεσίες ήταν παρούσες. Είχαν την ευγένεια να μας παραχωρήσουν τα άλογα τους, και έφιπποι, ακολουθούμενοι από όλους, οδηγηθήκαμε στην κατοικία του δημάρχου, όπου επακολούθησαν τα συνηθισμένα καλωσορίσματα. Έστειλαν μάλιστα και φώναξαν έναν μεταξουργό από τον οποίο αγοράσαμε αραχνοΰφαντες μεταξωτές μαντήλες, παρόμοιες μ' αυτές πού φορούν εδώ οι μεγάλες γυναίκες και οι κοπέλες πάνω από τον κεφαλόδεσμο και όπου ένα μέρος γυρίζει σαν τουρμπάνι και το υπόλοιπο πέφτει όπως το πέπλο. Πήραμε με τα πόδια το γνωστό μας δρόμο για τ' άνθρακωρυχείο μαζί με το διαχειριστή, έναν λοχαγό, θυμόμασταν με ακρίβεια κάθε στροφή, κάθε πλαγιά και κάθε χαράδρα, μολονότι έχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε πού είχαμε έρθει και στο ενδιάμεσο έχουμε επισκεφθεί πάρα πολλές περιοχές. Ο δρόμος δεν ήταν σε τόσο καλή κατάσταση όπως τότε και σε ορισμένα σημεία έχει τελείως καταστραφεί. Το γεφύρι του χείμαρρου είχε γκρεμιστεί αλλά ο κάθετος βράχος, που μας είχε αρέσει τόσο πολύ, ορθωνόταν όπως τότε· στην κορυφή του σκόρπια κατσικάκια στέκονταν ακίνητα, και στην αρχή τα νομίσαμε για ορεινά πυροβόλα. Οι Waurlisch (οικογένεια του βαυαρού επιστάτη του ανθρακωρυχείου) ενθουσιάστηκαν με τον ερχομό μας και μας κάλεσαν να μείνουμε μαζί τους τη νύχτα. Στενοχωρηθήκαμε πολύ βλέπωντας το φιλάσθενο πατέρα, τέσσερα δύστυχα παιδία και μία σύζυγο, άλλοτε δεσποσύνη της υψηλής κοινωνίας, να αναγκάζεται τώρα να κάνει μονάχη της όλες τις δουλειές ακόμα και το άρμεγμα των κατσικιών.

 [Τα ανθρακωρυχείο βρισκόταν στη θέση Καζάρμα (Casa di Arma ή στρατώνας), δυτικά της Κύμης, και το είχε επισκεφθεί η Χριστιάνα το 1841, στο πρώτο ταξίδι πού είχε κάνει μέσα στην Ελλάδα, Λυτ, Μια Δανέζα,σ.63-64] 

 Στην οικογένεια αυτή επικρατούσε το γερμανικό στοιχείο, γιατί όταν η Χάννε ρώτησε στα γερμανικά το δεύτερο γιο «πώς σε λένε; - πόσο χρονών είσαι; - ποιά γλώσσα μιλάς;», εκείνος απάντησε σε όλα με τη λέξη γερμανός. Η Χάννε δε συνέχισε μετά από αυτή την εξέταση, που έδειχνε την έλλειψη προσωπικότητας. Είχε μαζευτεί ένα τσούρμο παιδιά κι ανάμεσα τους τα τέσσερα του μακαρίτη του Fix που φορούσαν κάτι σκουρογάλαζα πουκάμισα, μακριά ως τα νύχια, και διερωτάτο κανεις ποιο ήταν το φύλο τους. Έπαιζαν κυνηγητό και μετά, την τυφλόμυγα, έδεσαν τα μάτια της Δαμάρεως και του Νικόλα, που ήταν κατενθουσιασμένα μέσα σε τόσα πολλά παιδιά. Ο Gustav, της οικογένειας Waurlisch, είχε αναλάβει να προσέχει το μικρό του αδελφό, ένα μωράκι το όποιο κρατουσε στην αγκαλιά του καθώς ο ίδιος έπαιζε κυνηγητό και τυφλόμυγα. Το μωράκι έτρωγε του κόσμου τα σκουντήματα κι έτσι οπως ήταν φασκιωμένο έδινε κάθε φορά την εντύπωση ότι του έφευγε το κεφαλάκι. Όλη την ήμερα είχε μεινει νηστικό γιατί ό Gustav, με το παιχνίδι, είχε ξεχάσει να το ταΐσει και όταν το πήρε είδηση ή μάνα του, τον κατσάδιασε, στα γερμανικά βέβαια. Εδώ κατοικεί και μία οικογένεια ονόματι Schroder. Εκείνος είναι γεωπόνος από το Braunschweig και εκείνη από τη Λαπωνία. Νιώθει δε πολύ δυστυχισμένη στην Ελλάδα και μας έλεγε με έμφαση: «Αυτή είναι η ωραία Ελλάδα! Στη Λαπωνία τα πάντα είναι καλύτερα και πολύ πιο όμορφα!». Είχαν και μία κόρη, πολύ κακομαθημένη, την οποία τα παιδιά, καθώς έπαιζαν, την έριξαν κάτω αρκετές φορές. Όσο κρατουσε η προετοιμασία για την αυριανή λειτουργία, επισκεφθήκαμε το ανθρακωρυχείο. Σε μία μακριά σειρά ήταν παρατεταγμένοι είκοσι εργάτες, κρατώντας από ένα λαδοφάναρο, και το φως τους φάνταζε πολύ ομορφα μέσα στο σκοτάδι. Η στοά είχε μήκος 270 μέτρα και σε ορισμένα σημεία ήταν τόσο χαμήλη πού έπρεπε να προχωρούμε στα τέσσερα. Τα παιδιά πήγαν αργότερα στην καινούργια στοά γιατί εκεί γίνεται τώρα η εξόρυξη. Εμείς δεν ακολουθήσαμε, επειδή την είχαμε επισκεφθεί παλαιότερα. Οι εγκατασιάσεις είναι σε άθλια κατάσταση και στοιχίζουν στο κράτος περισσότερα από ό,τι αποδίδουν. Ο δήμαρχος του Καστροβολά κατέφθασε έφιππος, φέρνοντάς μας ένα καλάθι κεράσια. Σίγουρα ετοιμαζόταν να μας δώσει κάποια αίτηση. Η κυρία Waurlisch έδειχνε κατενθουσιασμένη και μεταξύ άλλων διηγείτο σε όλους τα σχετικά με τη διάρρηξη πού ειχε γίνει στο σπίτι τους. Κάποια στιγμή μας έπιασε τη Χάννε κι εμένα μία περίεργη υπνηλία από τη μυρωδιά του λιγνίτη και, όταν ψάξαμε για τα παιδιά, τα βρήκαμε να κοιμούνται μαζι με τη Λεμονιά, κάτω από το τραπέζι. 

 22 Ιουνίου
  Σήμερα έγινε προτεσταντική λειτουργία στη μικρή ελληνική εκκλησία και είχαν έρθει όλοι οι άνθρωποι του ορυχείου και των τριών δογμάτων. Την ώρα του κηρύγματος η μικρή Elise Schroder φώναξε δυνατά Μαμά! "Εχω πιάσει μια μύγα! και κρατούσε τον αιχμάλωτο ψηλά, στον αέρα. Οι Έλληνες δεν είχαν καμία αντίρρηση να γίνει η λειτουργία στη δική τους εκκλησία και τους άρεσε πολύ το επίχρυσο άγιο ποτήρι. Μας ρωτούσαν αν ήταν δικό μας. Έχω την εντύπωση ότι εάν μέναμε μία ακόμα νύχτα εδώ, αυτό θα εξαφανιζόταν. Ο λοχαγός μας κάλεσε για βραδινό στο σπίτι του, κάτω στην πόλη. Οι Waurlisch εν τω μεταξύ είχαν ψήσει ένα ολόκληρο αρνί και κάλεσαν, μαζί με μας, το λοχαγό και τους Schroder. Αυτός ό τελευταίος μιλούσε με μεγάλο ενθουσιασμό για τη Δανία, λέγοντας πως αυτή ή χώρα, ανάλογα με το μέγεθος της, έχει κάνει πάρα πολλά για την πρόοδο της επιστήμης και της τέχνης. Κι εγώ για μια ακόμα φορά ένιωσα πολύ περήφανη που ήμουνα Δανέζα. Είναι πρωτάκουστο ένας Γερμανός να έχει το σθένος να πει μία τόσο καλή κουβέντα γι' αυτή την τόσο μισητή στους Γερμανούς χώρα μου. Για τους Έλληνες και την Ελλάδα δεν αποφάνθηκε με την ίδια αβρότητα και ήλπιζα οτι ό λοχαγός δεν είχε καταλάβει, επειδή ή συζήτηση ήταν στα γερμανικά... 

 [Ο Καστροβαλάς ως το 1836 άποτελουσε ξεχωριστό δήμο. Έκτοτε και ως το 1860 έγινε η έδρα του δήμου Κοτυλαίων, ο οποίος υπαγόταν μαζί με τον δήμο Κυμαίων στην επαρχία Καρύστου. Το 1912 ο δήμος Κοτυλαίων μετονομάστηκε σε δήμο Καλημεριάνων.] 

 Ή Χριστιάνα Λυτ (1817-1900) ήταν η Δανέζα σύζυγος του Γερμανού ιερέα της βασίλισσας Αμαλιας. Στο τρίτο μέρος του ημερολογίου της, παρουσιάζονται οι ταξιδιωτικές της εντυπώσεις από τον αιγαιοπελαγίτικο ελληνικό χώρο. Η Χριστιάνα, μαζί με τα δύο της παιδιά και την αδελφή της, ακολουθεί τον σύζυγο της σε υπηρεσιακά ταξίδια αλλά και σε ταξιδια αναψυχής, και απολαμβάνει την άνεση και την ασφάλεια του βασιλικού κότερου Λέων, με καπετάνιο τον Γεώργιο Ρεβίδη. [1]

Το φθινόπωρο του 1836, με τη λήξη της τετραετούς υποχρεωτικής θητείας και την επιστροφή στη Γερμανία των πρώτων Βαυαρών εθελοντών, το ορυχείο κινδύνευε να μείνει χωρίς προσωπικό. Τότε αποφασίστηκε να ενταχθεί η Κύμη στο πρόγραμμα του "αποικισμού", δηλαδή της μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα Γερμανών τεχνιτών και αγροτών, που ήδη εφαρμοζόταν στο Ηράκλειο Αττικής και στην Τίρυνθα Αργολίδος. Έτσι σχεδιάστηκε η δημιουργία κοντά στο ορυχείο ενός γερμανικού συνοικισμού στρατιωτικών, οι οποίοι έπρεπε να έχουν ειδικές γνώσεις ορύκτη ή ξυλουργού ή μεταλλουργού, αλλά και την πρόθεση να παραμείνουν στην Ελλάδα μετά την άφεσή τους· κοντά σ' αυτούς θα εκπαιδεύονταν νεαροί Έλληνες, για τη διασφάλιση της μελλοντικής λειτουργίας του ορυχείου. Τα κίνητρα ήταν 1)η μόνιμη θέση εργασίας, 2)έκταση γης, επίδομα 124 δρχ, δάνειο 400 δρχ (με τόκο 12%), δωρεάν ξυλεία από το παρακείμενο δάσος και δωρεάν πέτρα -άφθονη επιτόπου- για κατασκευή σπιτιού και 3)η απαλλαγή των εγγάμων από τη στρατιωτική ιδιότητα. Οι πρώτοι δεκαοκτώ που δήλωσαν διατεθειμένοι ν' αποικιστούν ανήκαν σε τεχνικά στρατιωτικά τμήματα (λόχους Σκαπανέων, Γρεναδιέρων ή Εργατών/Τεχνιτών). Οι δεκατέσσερις από αυτούς είχαν εργασθεί σε ορυχεία της πατρίδας τους, πέντε μάλιστα ήταν γιοι ανθρακωρύχων. Άλλες ειδικότητες που δηλώθηκαν ήταν σιδηρουργός, λιθοξόος, κτίστης, φρεατωρύχος και ξυλουργός. Περισσότεροι από τους μισούς είχαν ηλικία 32-42 ετών, μόνον τρείς ήταν έγγαμοι. Από τους πρώτους δεκαοκτώ δηλωθέντες διορίστηκαν τελικά οι Christian Bauer, Augustin Brandner, Johann Adam Fix, Christian Friedrich, Heinrich Jung, Karl Gottlob Kaden, Johann Krill και Otto Schiller.[2]

Περισσότερα για τους Βαυαρούς ή Μπαμπαρούς, εξ ου και Μπαμπαράκος στον σύνδεσμο [2].

Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι στις 25 Φεβρουαρίου /9 Μαρτίου 1833, 19 ημέρες μετά την άφιξη τους στο Ναύπλιο οι Βαυαροί απέλυσαν τους μαχητές της επανάστασης. 
Με Διάταγμα της Αντιβασιλείας απολύθηκαν από το Στρατό οι «άτακτοι» αγωνιστές που έχυσαν το αίμα για την επανάσταση, ώστε να μειωθούν τα έξοδα για να πληρώνονται με μισθούς Βαυαρίας οι 3500 Βαυαροί που ήρθαν στο βασίλειο μαζι με τον Όθωνα. Το ίδιο Διάταγμα προέβλεπε τη συγκρότηση  Τακτικού Στρατού με τέσσερα Σώματα. Πεζικό, Ιππικό, Πυροβολικό και Μηχανικό. Εξάλλου βαυαρικό ήταν και το δικαστικό σώμα....

Ας έχουμε κατά νου ότι το ελλαδικό, μετά την Τουρκοκρατία, κρατίδιο το συγκρότησαν οι Βαυαροί με καίριες κατασφαλίσεις «εξευρωπαϊσμού», δηλαδή αφελληνισμού του.




Πηγές 
[1] Αρμενίζοντας πέντε ταξείδια στο Αιγαίο, Χριστιάνα Λυτ
[2] https://www.graecogermanica.gr/index.php/el/istologio/item/78-germanoi-anthrakoryxoi-stin-kymi

https://vidarchives.gr/reports/2021_01_1192?fbclid=IwAR3RZCG0jGLkpFWXx8ZCGIaBwYb3RtXFzQgLV3Z-dqwIQ9NlsFY_FKpwJyc

Σχόλια