Ασκραίος - Κωστής Παλαμάς,[...]ναύτες Κυμαίοι[...]

 


Α΄
Ασκραίος


…Hos tibi dant calamos, en accipe, Musae,
Ascraeocquos ante seni, quibus ille solebat
cantando rigidas deducere montibus ornos.

Virgilii, «Ecloga» VI (69 - 71)

Γυρίζω από τ’ αγύριστο ταξίδι, από τους τόπουςπ’ όλο το έμπα ξέρουνε και που ποτέ το έβγα·τον ήλιο πώς ξανάειδα τον, πώς ήβρα τους ανθρώπους!Και μη μου πεις «έλα κοντά» και μη μου κράξεις «φεύγα»,5ω ξένε, που σ’ αγνάντεψα και γνώρισα ποιός θα ’σαι!Όσο κοντά σου και να ’ρθώ, πάντα μακριά θα στέκω,αέρας είναι η σάρκα μου και φως, μα μη φοβάσαι·σάρκα είν’ ο λόγος μου και ζει και σαν εσέ τον πλέκω.«Θάμα είν’ ο λόγος σου!» θα πεις· μα σώπα, στάσου και άκου!10Πάλε πυκνώνει το είναι μου και γίνεται θαμπό!Στον Άδη αν άλλαξα, άνθρωπος δεν ήμουνα του κάκου.Παλιό τραγούδι της ζωής, μ’ εσέ ξαναρχινώ.

Τυφλός του Ολύμπου ραψωδός ο θείος Μελησιγένης,θνητούς ατάραχα, ήρωες, θεούς υμνολογά.15Από μια βρύση ανήσυχη, τραγούδι μου εσύ, βγαίνεις,κι η λάβα πάντοτε είσ’ εσύ κι η φουσκοθαλασσιά.Άκου, ο Ασκραίος είμ’ εγώ, δεν είμ’ εγώ τεχνίτηςτων ήσυχων χρυσόνειρων, των ιλαρών σκοπών,της μαύρης γης που την πατώ με σέρνει εμέ ο μαγνήτης,20ο νους μου πάει με τα φτερά των αναστενασμών.Ραχούλες, είμαι ο πιστικός της ήμερης αρνάδας,οργώνω, σπέρνω, ιδροκοπώ, του κάμπου δουλευτής,και λούζω το τραγούδι μου στης δροσοπρασινάδαςτα δάκρυα και στα δάκρυα της δύσκολης ζωής.25Ξωμάχο είσαι, τραγούδι μου, τ’ αλέτρ’ είν’ η χαρά μου,τα κύματά τους ταίριασαν τα στάχυα και οι ρυθμοί,ρηγάδων ξεφαντώματα δεν ξέρουν τ’ όνομά μου,το ξέρ’ η μοναξιά, το φως και η νύχτα και η ψυχή.Καματερά, το ξέρετε, σπρωγμέν’ απ’ τη βουκέντρα,30μια λάμψη αξήγητη φωτάει τα βύθη σας θαμπά,το διαλαλάν οι γέρανοι, και τα μεγάλα δέντρατ’ ακούσαν και περπάτησαν κι ήρθανε πιο σιμά.

Στο χώμα το πρωτόγονο της γύμνιας τα τσακάλιαμες στων πατέρων μου ούρλιαζαν τις άχαρες ζωές,35σκληρά ήταν τ’ απαλόπνοα αιολικά ακρογιάλια,ναύτες Κυμαίοι μάς σπρώξανε προς θάλασσες πλατιές.Ναύτες Κυμαίοι μάς ρίξανε σ’ αγνώριστα λιμάνια,λαλούσε ο τζίτζικας, ανθούσεν η αγριαγκαθιά,κι ήρθες να βρεις ανάπαψη, τρικυμισμένη ορφάνια,40σε καλοκαίρια αγέλαστα και σ’ άγρια χειμαδιά.Άσκρα, στη ρίζα του ιερού βουνού μαυρολογούσες,πήρ’ από σένα την τραχιά κι αστόλιστη φωνή.Εμέ δε με βυζάξανε στον Ελικώνα οι Μούσες,εμέ με πικρανάθρεψαν οι φτώχειες και οι καημοί.

45Όμως μια μέρα που όνειρα βοσκολογούσα μαύραστο έρμο λογγάρι το κρυφτό, κι έβοσκα τ’ άσπρα αρνιά,νά! τρίσβαθης κι απίστευτης πλάσης μπροστά μου ανάβρα,οι Ελικωνόζωες αδερφές, οι θέαινες, κι οι εννιά.Κι ήτανε γύρω όλο νερά, ποτάμια, καταρράχτες,50λίμνες, βρυσούλες, ρεματιές, πηγές, νεροσυρμές,κελαηδιστάδες ήσυχοι και βροντερόηχοι κράχτες,ύπνοι νερών αξύπνητοι και δρόμοι και φωνές.Νερά ήταν ξεφαντώματα, νερά ήταν πανηγύρια,κι από νερόχαρα χλωρά κρυψώνες και σκεπές,55και γέρματα σ’ αμάλαγα κρουσταλλοπαραθύρια,κι ανοίγματα σε τρίσβαθες πρωτόβλεφτες θωριές.Νεράιδες! και κορμί και νου τούς τα ’καμαν τα κρύακαθάρια ηλιόλαμπα νερά, κι ένα ήτανε μ’ αυτά,και τα νερά πολύφωνη χυμένη συνοδεία60των ήχων, που αναβρύζανε τα στόματα τα εννιά.Κι η πρώτη είχε τη σάλπιγγα, κι η δεύτερη τη λύρα,κι η τρίτη, κισσοστέφανη· και η τέταρτη γυμνή·κι έδειχν’ η πέμπτη φόρεμα του ήλιου την πορφύρα,κι η άλλη —ω αλησμόνητες!— φορούσε την αυγή.65Κι η έβδομη έφερνε το φως όλων των άστρων, κι η άλληόλων των κόσμων έσφιγγε στα χέρια τους καρπούς·κι εσύ δεν είχες τίποτα, κι ήσουν η πιο μεγάλη·αντιχτυπούσε απάνου σου κάποιος υπέρθεος νους.Και κράτησ’ απ’ τα χέρια τους τη δάφνινη τη βέργα,70κι έφαγ’ από τα χέρια τους το δάφνινο καρπό,και γνώρισα των άνθρωπων και των θεών τα έργα,κι είδα σαν τώρα και σα χτες τον αύριο τον καιρό.Κι είμαι από τότε ο ποιητής, ο μαντευτής και ο μάγος,και τρεμολάμπει η λύρα μου, ατίναχτη αστραπή,75κι ο πεζοδρόμος που τραβάει μπροστά, κι ο δαφνοφάγος,με πείνα πικρή μέσα μου, που τρώει και που δε σβει.Και πέρα κι από τις εννιά τις αηδονολαλούσες,και πέρα κι απ’ της μάνας γης τη γνώριμη αγκαλιά,μια δέκατη ονειρεύομαι, τη Μούσα μες στις Μούσες,80σε πλάση που ξεφεύγει μου και στέκει μυστικιά.

Νά! ξεμυτίζει το κεχρί, ροδίζει το σταφύλι,κορφοπρασίνισε η συκιά, κατάπεσε ο θρακιάς,το στάχυ γέρνει προς τη γη, προς το φιλί, τ’ αχείλι,προς τ’ ουρανού τα ολάνοιχτα, καπνέ, φιδογλιστράς.85Στα φύλλα της βαλανιδιάς ο κούκος κελαηδάει,γλυκαναπαύει και η φωνή σα να είναι η σιγαλιά,και τίποτε δε σώνεται και τίποτε δεν πάει.Τα πάντα αρχή απαλότατη, που λες πως δεν περνά.Νά η ώρα! ξαναρχίστε με· κύμα, η στεριά με τρώει,90δέξου με, Απρίλη ολόστρωτε και Μάη τρικυμιστέ,δώσ’ μου να πιω στην κούπα σου, νεράιδα Κυμοθόη,φτερά, ψαρόνια· ή βάλτε με με τα κοράλλια εμέ.Στου διάπλατου νερόκοσμου τα τρίστρατα, ολοΐσια!Και με τα κυματόχαρα συντρόφεψα πουλιά,95και πήρ’ από τα έλατα κι από τα κυπαρίσσιακαι τα ’σκαψα μονόξυλα και τα ’καμα κουπιά.Σε περουζένιες θάλασσες με φέραν τα μαϊστράλια,κι οι ανεμικές με σπρώξανε σε μαύρους ωκεανούς·μα όλο σάς έβρισκα παντού, στεριές με τ’ ακρογιάλια.100Ω Κυμοθόη, το νέο πιοτό ξυπνάει παλιούς καημούς…

Κι ήβρα την πλάση τη χρυσή, και στους χρυσόζωους πήγα,και τους ισόθεους γνώρισα. Παντού είν’ εσένα οι δρόμοι,σ’ όλες τις θάλασσες, παντού και σ’ όλες τις φουρτούνες,ω ταξιδεύτρα μου ψυχή. Κι ήρθε κι η χρυσή πλάση105και σὄκοψε το δρόμο σου, σα γαληνή μια λίμνη.Και τους χρυσόζωους γνώρισα, και στους ισόθεους πήγα.Κι οι Αθάνατοι χαρούμενα τους πλάσανε, όπως πλάθειτους ίδιους τους Αθάνατους, ονείρατ’ άσπρης πέτρας,της δύναμής του ανασασμούς και εικόνες της ψυχής του,110από τα πάθη απείραχτος ο δυνατός τεχνίτης.Φύτρωναν ήσυχα, άνθιζαν ήσυχα, ήσυχα γέρναν,πατέρες βασιλεύανε και δίκαιοι κυβερνούσαν,και ούτε λαχτάρα, και ούτε οργή, και μήτε αμάχη, και όλακαι σκλάβα η γη τούς έβρεχε τα θησαυρίσματά της,115και σκύψιμο και σκάψιμο και ψάξιμο, ούτε, ούτε.Και τα λουλούδια ορθώνονταν χρυσά καθώς πατούσαν,κι όπου τα χέρια θα ’φταναν, χρυσόκαρπους τρυγούσαν.Και τα ’χαν όλα ολάκερα, και μοναχά δεν είχαντον πόνο, τα γεράματα, τον κάματο, το φόνο.120Και ζούσαν αψεγάδιαστοι και τρισμακαρισμένοι,και ηλιόχυτοι, λιοστάλαχτοι και λιοστεφάνωτοι ήταν.Τα νοητά και τα ορατά, στοιχεία, πλάσματα, όντα,όλα τούς ήταν, αέρηδες, νερά, χώματα, φλόγες,στέρεα και πύρινα και υγρά και αχνόπνοα χρυσάφια,125από του ήλιου ολόισια φερμένα τα παλάτια.Και δεν πεθαίναν· απ’ τη γη στον Όλυμπο διαβαίναν,καθώς με τ’ αλαφρόξυλο διαβαίνεις το ποτάμιαπό τη μια την πράσινη στην άλλη πράσινη άκρη,που μόνο είναι σαν πιο μακριά, σαν πιο βαθιά απ’ την πρώτη.130Και δεν ξεχνούσαν αποκεί την πρώτην άκρη αγνάντια,και πάντα παραστέκονταν, ανάεροι φωτοΐσκιοι,οδηγητάδες φύλακες του κόσμου τού αποπέρα.Κι ήβρα την πλάση την χρυσή, και στους χρυσόζωους πήγα,και τους ισόθεους γνώρισα, και πέρασ’ από κείνους,135σαν ταξιδιάρικου πουλιού τρεμουλιασμένο διάβα,που κόβει μ’ ένα μαύρισμα τ’ ολόχυτο της πλάσης,της πλάσης της χρυσόπλασης, και πουθενά δε βρίσκεισκεπή τη λαβωμένη του φτερούγα ν’ αναπάψει.Και στη γητεύτρα σιγαλιά, που γίνεται αρμονία,140πάντα χυμένη από παντού, γρικάει το καρδιοχτύπι,μονάκριβο κι αταίριαστο κι ασύγκριτο και ξένο,το καρδιοχτύπι μιας καρδιάς, της ίδιας του καρδούλας.

Εμπρός! Και πάω κι απάντησα την ασημένια πλάση.Τα χιονισμένα δάση145με λαμποκόπημα σκληρό τα δέρνει το φεγγάρι,κι από μαργαριτάριστεφάνια πλέκει και τ’ αχνά κεφάλια στεφανώνει,τα ποτισμένα αφιόνι,που αξείκαστο ένα θάμπωμα κι αξήγητο τα δένει,150με ζήση ψευτισμένη,ζήση, που τόσο μόνο ζει, όσο να τα κρατάεισ’ ενού γκρεμού το πλάι.Και τ’ ασημένιου αντίφεγγου φασκιώνει το σουδάρινου και όλα, ώς το χορτάρι,155κι όλο ένα φως που μάχεται μια μέρα για να γένει,κι όλο στον όρθρο μένει.«Ω εσείς, που μήτε ζωντανοί και πεθαμένοι μήτε,και να λογιάσω δε μπορώ, ονειρεύεστε γιά ζείτε,και που σας χάνει ο λογισμός κι αν η ματιά σάς βρίσκει,160κι είσαστε γέροι και παιδιά, κι είσαστε σάρκες και ίσκιοι,ποιάς Ερινύας θύματα, ποιού Τάρταρου συντρίμμια;Σε μιας μητέρας αγκαλιά κακογειρμένοι, αγρίμια,πάντα απ’ τις πρώτες σας ξανθές ώς τις λευκές σας τρίχες!Κι οι ανοιχτομάτηδες θεοί κι οι αφώτιστες οι τύχες165μακριά σας από μιας αρχής, κι είν’ άλαλη η μητέρα,που σας κρατάει πιο άλαλους μέσα σε μια φοβέρα,και μόνο μιαν αμίλητη, μια καταλύτρα λύπη,μηδέ σας κάθεται μακριά, μηδέ σας απολείπει.Είμαι αποπέρα, απ’ τη ζωή· κι η κούραση αν τα τρώει170τα πόδια μου, τα φίλησε δροσούλα από μια χλόη,κι έχω τ’ αχνάρια στα μαλλιά, που ανέμισαν οι μπόρες,του χάιδιου που με χάιδεψαν ηλιολουσμένες ώρες,και μέσα μου, και στους δαρμούς και στ’ άγρια τα μπουρίνιακύκνοι λευκότατοι περνάν κι ολόχρυσα δελφίνια.175Ω εσείς, που μήτε ζωντανοί και πεθαμένοι μήτε,κατάδικοι, μες στ’ αργυρά σουδάρια, αποκριθείτε,γιά πέστε το παράπονο σ’ εμέ και τον καημό σας·φέρνω τη ζέστα μιας καρδιάς στο ψυχομαχητό σαςήρθα να χτίσω το ναό ξανά, που σας γκρεμίστη,180τον πλαγιασμένο το βωμό να ορθώσω με την πίστη,που πριν υψώσει ολόισα στο πλάι των Αθανάτων,χρειάζεται προσκύνημα και λύγισμα γονάτων.Την άσβηστη ιερή φωτιά ξανάβω ανάμεσό σας,σε δέηση για τ’ ανάστα σας και για το λυτρωμό σας!»

185«Κάμε φτερά τα πόδια σου και κάμε οργιά τη λεύγα,κι άμε από μας, και φεύγα!Μήτε βωμό, μήτε ναό, μήτε θεό κανένα!Είμαστ’ η άθεη γέννα,μιας Ερινύας θύματα, ενού Τάρταρου συντρίμμια,190κι ο λόγος μας, βλαστήμια!Γινήκαν οι τετράψηλες Ολύμπιες λαμπυράδεςπαλάτια σε φονιάδες.Κι αν είν’ απάνου κύριος, πλάστης κι αν είναι κάτου,ποιός ξέρει τ’ όνομά του!195Νοούμε μες στο βύθος μας και μες στην καταδίκηβλέπουμε, κι όλο σκούζουμε: «Θεοί δεν είναι οι λύκοι!»

Το λόγο δεν απόσωσες και μήτε που είχα φτάσεινα χάσω σε απ’ τα μάτια μου, των αρνητάδων πλάση,κι είδα ένα μέγα σύγνεφο, και το πυρό του διάβα200σε τάφο είδα να θάφτει σε τετράπλατο από λάβα.Μα κλειώ από τότε μέσα μου και ψάχνω μοναχός μουτο χάλασμα ενός άρρωστου καταραμένου κόσμου.

Κι ύστερα φύτρωσα στη χαλκόβλαστη τραχιά πλάση·Νά, των πολέμων και των ολέθρων οι λειτουργοί!205Ρουφάν αιμάτων κρασί σε χάλκινο μέγα τάσιη Βία κι η Έχτρα με την Οργή.Χάλκινη γνώμη, χάλκινα σπίτια, χάλκινα κάστρα,χάλκινα όπλα, χάλκινα στήθια, και μιαν ορμή,που πάντα ορμάει, και πάντα φόνισσα και χαλάστρα,210σπρώχνει το χέρι προς το κορμί.Κι εμέ η ψυχή μου, του χαϊδεμένου ρυθμού δουλεύτρα,κι εμέ η ψυχή μου κόρη της αύρας και του βοριά,προς τον αιθέρα λυγεροκάμωτη ταξιδεύτρα,κι εμέ η ψυχή μου μες στα βαριά,215στα σκληρά μέσα, στ’ άκαρδα μέσα, μέσα στα γαύρα,(στ’ αμόνι κόσμος πελεκημένος με το σφυρί),πιάστηκε, δάρθηκε στης χαλκόφλογας την ανάβρα,σαν πεταλούδα μαυριδερή.Κι όταν η μάνητα των Τυφώνων και των Κυκλώπων,220θυμοί και φόνοι, και πριν ακόμα το στοχαστείς,το γένος δάμασαν των αδάμαστων των ανθρώπων,κι ήρθε κι ο Χάρος αφανιστής,εκεί που ζήσανε, το σιτάρι δεν παραστέκει,δεν πάει το ρόδο, κισσός δεν έρχεται να πλεχτεί.225Χάλκινη γύμνια και λάμψη γύρω, κι αστροπελέκιπου φοβερίζει να τιναχτεί.Και χαλκοπράσινη μια σκληράδα μονάχα νιώθωτα φυλλοκάρδια μου να τα σφίγγει καμιά φορά,κι ακούγω κάθε που λαχταρίζω προς κάποιο πόθο,230κάτι σα φλόγα που καίει φτερά.

Εκείθε από τους λάκκους των κακών,πέρα κι από τους κήπους των αθώων,τράβα· στης ύπαρξης βυθίσου τον ωκεανό,νά, ο κόσμος των ημίθεων και η πλάση των ηρώων!235Στην πόλη αγνάντια την εφτάπορτησάλπισε σάλπισμα τρανό!Σάλπισε σάλπισμα τρανό, να τρίξουν οι χρυσόπορτες,κι οι εφτά χρυσόπορτες ν’ ανοίξουν,και τα τρανόφτερα όνειρα και τα τεράστια έργα240σε μεγαλόπρεπη πομπή μακρόσυρτη να σμίξουν.Και στα γυαλιστερά λέπια ατσαλένια των θωράκων,στα δόρατα και στα σπαθιά,Γοργόνων αγριέματα και Δράκων,και δέρατα και τέρατα Κολχίδων245να ιστοριστούν πλατιά βαθιά.Κι από τους πύργους τους καλόχτιστους,που βλέπουν προς τα πέλαγα τα γαληνοστρωμένα,να ραψωδήσουν αντρειωμένους ραψωδοί,να κελαηδήσουν τους Υμέναιους οι φλογέρες,250κι ενός Ορφέα η πρωτομάγισσα η ωδήμια σμαραγδόγλαυκη ψυχή να σπείρει και στις ξέρες.

—Του κάκου! το τρανό το σάλπισματ’ αντιλαλούν περιπαιχτά μες στ’ άβατα φαράγγια,και στ’ ανεμόδαρτα πλατώματα,255και στα λακκώματα τ’ απάγκιαχοροί ξαδιάντροποι Σατύρων·πού είναι των έργων τα όνειρα, τα έργα των ονείρων;Έρμη και η χώρα των ημίθεων,κι έφαγε κι ο ξολοθρεμός και των ηρώων τη γέννα,260κι απάνου στις εφτά χρυσόπορτεςκαι στις κολόνες, που είν’ από τοπάζι,σε γράμματα τρανά σμαλτοχυμένατη μοίρα των ηρώων όποιος περνάει διαβάζει:«Ποθήσαμε στεφάνια αμάραντα δαφνών,265κι ανασασμούς πρωτάκουστους από χειλάκια ρόδων,μας μαγνητίσαν οι Ατλαντίδες των ωκεανώνκαι τα μαντέματα των Οιδιπόδων.Μας έφαγε στη Θήβα τη λυπητερήτων αδερφών το σκληροφάγωμα270μες στων εφτά παλικαριών την τρικυμία·και η Μοίρα είν’ αμετάνιωτη, και η Μοίρα δολερή.Αλίμονό σου, κιθαρόπλαστη Καδμεία!Οι λιονταρόψυχοι Έλληνες κι οι Αίαντες οι βοριάδεςκάτου απ’ το κάστρο της Τρωάδας της ανταριασμένης,275θύματα βόγκηξαν και φρύαξαν εκδικητάδες.Ω! πώς μας έδεσες, ματιά της άφταστης Ελένης!Και δεν ξανάβρε κι από μας κανείς το δρόμο που οδηγείστον κόσμο του γοργού Μαγιάπριλου, στη γητων αργοστάλαχτων δακρύων.280Ήρωες τώρα, ημίθεοι, στα υπερκόσμια λάμπουμε,μα κάποτε των πρωτινών ο πόθος μάς ταράζει,κι από την τρισμακάριστη χαρά των Ηλυσίωνγια τούτο οι φωτοΐσκιοι μας ανέβηκαν και χάραξαντη μοίρα μας με γράμματα τρανά σμαλτοχυμένα285απάνου στις εφτά χρυσόπορτεςκαι στις κολόνες, που είν’ από τοπάζι».

Α! να μην είχα γεννηθεί, για να μην είχα φτάσειστη σιδερένια πλάση!Μισεί ο πατέρας το παιδί, και το παιδί γιορτάζει290για του πατέρα το χαμό,αναγαλλιάζει κι ο αδερφός τ’ αδέρφι να σπαράζει,λύκου μονιά το σπιτικό.Σκιάχτρο του ήλιου ο άνθρωπος γεννιέται και κυλιέταιστα σάπια βάλτα της ζωής,295κι η Νύχτα που τη μόλεψε, κι αυτή τον καταριέται,λάγνος περνάει κι αδικητής.Ο άντρας φονιάς, η Βία κυρά, κι είν’ η γυναίκα σκύλα,γύρω στ’ αγνό σου το κορμίτ’ άσπρο μαζεύεις φόρεμα, Ντροπή, με ανατριχίλα,300και φεύγεις, φεύγεις, φτερωτή.Α! να μην είχα γεννηθεί, για να μην είχα φτάσειστη σιδερένια πλάση!Τρομάζω ακόμα να τον πω στον ίδιο εαυτό μουτο στοχασμό του τρόμου.305Από τις νύχτες που έζησα στη σιδερένια πλάσηθαρρώ πως έχω μάσειαγιάτρευτο ένα μόλεμα, που με τρυπάει, με σκάβει,κι ό,τι άνομο, τ’ ανάβει.

Κι ήταν απ’ όλων των παρθένων τον αφρό310τον άχραντο απαλότατα δεμένη,κάτι μεγάλο, μακρυσμένο κι αλαφρό·πύργος, που κάποιο ξωτικό σε ρόδα αιθέρια σταίνει.Κάτι λευκό κι υπέρλευκο κι αστραφτερό,δεν ξέρω αν ήταν το κορμί της,315φόρεμά της αν ήταν ή φτερό·πως ήταν ξέρ’ ο αυγερινός κι ο αποσπερίτης.Άνθια πρωτόφαντα τα πλούσια της μαλλιά,κι όλο άνθια τα στεφάνωναν· κανείς δεν τα ’χε βάλει,(απάνου της οι αχτίδες χάιδια, κι οι πνοές φιλιά),320αμάραντα τα φύτρωνε το θείο κεφάλι.Κι αγνάντευες την όψη της θεϊκά πνιχτή σε σκέπη,άγαλμα μέσ’ από τους στύλους του ναού,ή σαν τη λάμψη ενός θεού,που πίσω από το σύγνεφο ματιά θνητού το βλέπει.325Όμως απάνου από τη σκέπη, στην κορφήτου κεφαλιού, κατάψηλα, κατάνακρα, ω εικόνα!κόσμος και κείνη χωριστός, και ζωντανή αδερφήτης ολοζώντανης, χρυσή λαμπύριζε κορόνα.Ένας θεός τεχνίτης με τη μαστοριά,330που θέλει πέρ’ από τη φύση να τραβήξει,σκάλισε απάνω στην κορόνα ζώδια και θηριά,κι ύστερα βάλθη μια ψυχή να τους φυσήξει.Και τώρα να σε καταπιούνε σα να σε γυρεύουν,σα διαταμέν’ απ’ την κυρά με τη χρυσή κορόνα,335και τώρα σα να τα ’δεσε, λαρώνουν και μερεύουν,κι ο πάρδος ονειρεύεται κι η τίγρη είναι τρυγόνα.Και σα να πήγαινε θυσία να το προσφέρεικι από καρπούς σα να ήτανε ξεχειλιστό,τρεμούλιαζε στα χέρια της πανέρι.340Και στο πανέρι σκεπαστό,κι απόξω και στα πλάγια του ψιλογραμμένα ταίρια,σα να τα γέννησε πνοή, κι όχι γραφή χεριού,χορεύαν και φιλιούντανε και δίνανε τα χέρια,όλα τα νιάτα του Έρωτα και του Καλοκαιριού.345Και σαν από του ρόδινου του κοχυλιού τα βάθη,και στο πανέρι, αν κάρφωνες την ακοή,θα γρίκαες κάτι μέσα του που δεν εξαναστάθη,κάτι σαν ωκεάνια μια βοή.Κι ήτανε σ’ ένα περιβόλι, κάστρο της Αυγής,350σε μια απ’ τη Μοίρα χωριστά σημαδεμένη ώρακι ήταν αυτή η θεόσταλτη πληγή της γης,και τηνε λέγανε Πανδώρα.

Κι όλα της πλάσης γύρω μου τα δυνατά, τα ωραία,που σαν πατέρα με ήξεραν και νιώθαν τα δε νιώθω,355και η λύρα μου τους ύψωνε τη ζήση ώς την ιδέα,και βλέπαν τα δεν έβλεπα, τυφλός από τον πόθο,κι από ψηλά οι γυπάετοι, κι εμπρός μου τα σπουργίτια,κι οι βράχοι και τα κύματα και οι πεύκοι και τα στρείδια,τα κέδρα της βουνοκορφής, του αγρού τ’ αραποσίτια360και τα λιοντάρια, τα νερά, τα σπάρτα και τα φίδια,η πλάση γύρω ολάκερη, σοφότερη από μένα,και τ’ άλογα και τ’ άλαλα λόγο ήβραν και φωνή,κι εγώ σερνόμουν προς αυτή με χέρια ολανοιγμένα,και τα στοιχεία μού φώναζαν τρικυμισμένα: «Μη!365Του σκοταδιού η αρχόντισσα, του δολερού η μοιράστρα,η μυστική κι η δίγνωμη κι η επίβουλη κι η οχιά,κοίτα! λουλούδι γίνηκε και βγήκε σε μια γάστρα,που δαίμονες απάνθρωποι την πλάσανε θεϊκά.Θυμός θεού την έστειλε να καίει, να συνεπαίρνει,370κρατάει μες στο πανέρι της (μακριά, μακριά, μακριά!)τα πονηρά και τα δεινά και τ’ άγρια, και τα φέρνειγια να σας λιώσει, άνθρωποι, μιαν ώρα πιο μπροστά.Ακρίδα, λάμια, λοιμική θεόσταλτη εδώ κάτου,και το πανέρι τ’ άδειασε κι άλλο δεν έχει πια,375παρά το πιο σκληρό στοιχειό, Ελπίδα τ’ όνομά του,που ενώ ρουφάς το μέλι του, το αίμα σού ρουφά.Σαν αστροπέλεκο έπεσε, και φέρετρο θα κάνεικαι το πανέρι που άδειασε, για να σε κλείσει εσέ,κι απ’ όλα τα Μαγιάπριλα θα πλέξει ένα στεφάνι380για να στολίσει το χλωμό σου μέτωπο, νεκρέ!»

Και καταφρονητής εγώ την άκουα σαν οχτρό μουκαι να την πνίξω μάχομουν την άγια τη φωνή,κι ασπάζομουν τ’ αχνάρια της στα χώματα του δρόμου,και προς εκείνη κοίταζα, κι έτσι έλεγα σ’ αυτή:385«Μπροστά σου τ’ άστρα, φωτοαχνοί, δεν είν’ ακόμ’ αστέρια,τα όντα εμπρός σου, πλάσματα, που ράισαν οι σεισμοί·και νά, τ’ αστέρι το κρουστό, κι ήρθε κι η πλάση ακέρια.Το χάος κόσμος έγινε, κι ο κόσμος είσ’ Εσύ!Απ’ όσους κόσμους γνώρισα, σα νά εισαι το κομμάτι,390που οι κόσμοι και όλα το ’καμαν ένα για μια φορά,η νιότη εσύ αδευτέρωτη κι η μουσική, γιομάτη·βαριά στην άυλη σάρκα σου και τ’ ουρανού η δροσιά.Κι αν κλεις μες στο πανέρι σου τα δώρα πλουτοφόρα,ή αν ήρθες να μοιράσεις μας τους άγριους χαλασμούς,395άδειο το χέρι σου άπλωσ’ το, και φτάνει αυτό, Πανδώρα,για χάρισμα ή για χάλασμα, που δεν τα βάζει ο νους».

Και παραδόθηκα σ’ αυτή· και μες στην αγκαλιά τηςτην είδα στην αλήθεια της βασίλισσα γυμνή·νύχια αγριμιού στα χέρια της· και νύχτα η ομορφιά της,400και Χάρος κάθε της φιλί.Κι ό,τι ψυχή, αλαργεύει αχνό, κι ό,τι κορμί, θεριεύει,και το τραγούδι μου παιγνίδι ανήμπορου παιδιού,και την καθάρια νιότη μου τη μόλεψε και ρεύειαπό τη φάγοσσα του θηλυκού.405Το πάθος το ακαπίστρωτο με σέρνει καβαλάρηστο μονοπάτι το στενό, στο γλιστερό λογγάρι,κι έπεσα και πατήθηκ’ αποκάτουαπό τα σιδερένια πέταλά του.Και το μαχαίρι μ’ έσφαξε του Έρωτα του γίγα,410κι από τον πόθο έλιωσα κι από τον πόνο πήγα,και πέθανα και πέρασα στον παγωμένο Άδηνα πιω νερό της αρνησιάς στης Άρνας το λαγκάδι.

Μα η Νύχτα αστέρινη και κει, των πάντων κυβερνήτης,και κει Θεός, και κει είν’ ανθοί, που δεν τους βάζει ο νους,415πιο άυλο φως ο ηλύσιος φωτάει αποσπερίτηςτο δέντρο εκεί τ’ αμάραντο με τους χρυσούς καρπούς.Κι απάνου απ’ όλα η Περσεφόνη εκεί η διπλή και η μία,Βασίλισσα στο θάνατο και Κόρη στη ζωή·μέσα μου βούιζ’ η φόνισσα ερωτοτρικυμία,420κι η τρικυμία σώπασε στα πόδια της και σβει.Και καθώς ήμουν ακριβός της Αρμονίας, μου δόθη,αντάμα με τον ήρωα και με τον αγαθόστην καταχνιά, που της ζωής δεν την ταράζουν πόθοι,ίσκιος, ψυχή του ίσκιου μου, τη λύρα να κρατώ.425Πάντα και κει τριγυριστής, πώς βρέθηκα μπροστά τηςμια μέρα που πλανήθηκα σε δάσος θλιβερός,προς ένα φως αξήγητο, κι ήταν αυτό η ματιά τηςκι η όψη της, τ’ αξήγητο και το ιλαρό το φως.Και μ’ έβαλε η Βασίλισσα κοντά της να καθίσω,430και σα να τη μαλάκωσαν παλιά θυμητικά,με γλυκοπρόσταξε να πω και να της τραγουδήσωτους στίχους τους ακοίμητους και στου Άδη τη νυχτιά.Και τότε με τη λύρα μου κι η αθάνατη αρμονίαξεχείλισε, ομορφότερη κι από την πρωτινή,435και της τραγούδησα την επική θεογονίαμ’ όλα τα θεία της τέρατα. Και τ’ άκουε, λατρευτή.Κι ιστόρισα όλων των θεών σε ποταμούς και δάσηκαι σε στεριές κι αέρηδες και πέλαα και βυθούςτη λαμπερή και τη γοργή και την αιώνια πλάση,440απ’ του τιτάνα Βριάρεου τους άγριους τινασμούςώς το ροδοξημέρωμα της Αφρογεννημένης·και περηφάνια με ύψωνε πλάστη θεών θεού,και πίστευ’ απ’ τα χέρια μου πραγματικά πως βγαίνεις,κόσμε, που σ’ είδα όνειρο στον κόσμο του Ρυθμού!445Η Λύρα σα λαμπρομιλεί στο φως, το μίλημά τηςξυπνάει την πέτρα, και φυσάει την ήμερη ψυχή,κι ο τίγρης κλαίει κι ο λύκος πάει και γονατάει μπροστά της·κι όταν η Λύρα στα βαθιά της νύχτας κελαηδεί,σα να σηκώνει φτερωτή τους ίσκιους φωτοσάρκα450για να τους φέρει αγνότερους προς τη ζωή ξανά,κύκνου σαλεύει σάλεμα του Χάρου και τη βάρκα,των Ερινύων οι όχεντρες είν’ άνθια φουντωτά.Και η Λύρα σα λαμπομιλεί στον ήλιο ή στο σκοτάδι,γέρνουν καημοί τ’ αέρινα δαιμόνια προς τη γη,455κι οι Αθάνατοι απ’ τον Όλυμπο κι οι βασιλιάδες του Άδηστέκουν, ξεχνιούνται, αφτιάζονται, σαν άνθρωποι κι αυτοί.

Και Κείνη σα να γύρευε ν’ αλαφρωθείγια μια στιγμή από την πορφύρα της θεότης,λόγια μού είπε ανθρώπινα, στην ίδια την πηγή460σα να τα ήβρε της αγάπης και της νιότης.Και κείνη μού είπε τη ζωή του κόσμου που διαβαίνειευκολοσύντριφτη, άρρωστη, με μόνο μια ψυχήπου πιο ψηλά απ’ τον Όλυμπο την κάνει κι ανεβαίνεικι έχει τον άχαρο άνθρωπο κορόνα και κορφή.465Και τον καιρό θυμήθηκε που σαν ανθρώπου γένναπερνούσε πυργοφύλαχτη στ’ απόμερα μιας γηςμες στης Τρινάκριας την καρδιά, στην ανθοστόλιστη Έννασα να τη σάρκωσαν οι αφροί της Αδριατικής.Και μου είπε κι όλες τις χαρές του Μάη και τ’ Απρίλη,470κι όλα μού τ’ αργοξήγησε τα λόγια των πουλιών,κι όλες, από το νάρκισσο στο φτωχοχαμομήλι,μια μια μού τις φανέρωσε τις μοίρες των ανθών.Και κάθε ίσκιος γύρω μας, γραφτός να βασανίζει,γραφτός να βασανίζεται, σπρώχνετ’, ακούει, μεθά,475και στο μεθύσι το ιερό κανείς δεν ξεχωρίζειτί τραγουδάει ο άνθρωπος και τί μιλά η θεά.Και σαν τον καλοπρόσδεχτο καραβοτσακισμένο,γυμνό του πέλαου ξέβρασμα σ’ ακρόκοσμο νησί,που βρίσκει εκεί κάθε καρπό στον πόθο του φερμένο,480κι ένα λαό, που βασιλιά κορόνα τού φορεί,κι εγώ, κακόμοιρη ψυχή, σφαγμένη από τον πόνο,έγινα πνέμα· φόρεσα την αρμονία μου φως,ήπια της Άρνας το νερό, γιατρεύομαι, αλαφρώνω,και γοργοσβεί μου η θύμηση σαν αναστενασμός.485Όμως της Άρνας το νερό, που σβει τη μνήμη, ανοίγειτα μάτια προς απάντεχους καινούριους ουρανούς.Μια τρισμεγάλη θύμηση, σα ζούσα, μου είχε φύγει·εκεί την ήβρα, κι έσμιξα θνητός με τους θεούς.

Χαίρε, του Άδη ο θησαυρός, και των κακών η δίκη,490και των καλών η ανάπαψη, και η νίκη της ζωής.Την πρωτογνώρισα στον Άδη εγώ την Ευρυδίκη,και βγήκα νικητής.Όπου ήρθες, ήρθε μια χλωρή πατρίδα, ω Περσεφόνη,κήπος η γη, όπου πάτησε το φτερωτό σου πόδι,495κι αγάπησες το νάρκισσο τον ένα που λιγώνει,κι ορέχτηκες, ω απόνηρη, το μαγεμένο ρόδι.Και πρόδωκέ σε ο νάρκισσος και σ’ έδωκε του Άδη,κι έφαγες τα ροδιοκλωνιά, και σ’ έδεσαν και κείναμε το σκληρό το βασιλιά που ορίζει το σκοτάδι·500και χόρτασε το γέλιο σου την κρύα των ίσκιων πείνα.Ω εσύ, λουλούδι και καρπός, έφερες μοίρασμά σουτο μοσκοβόλι της ζωής, του πόνου τ’ αρτοφόρι,δόξα σου, ρόδι πορφυρό, και, νάρκισσε, χαρά σου!Και μια μητέρα γίνηκες κι έμεινες πάντα Κόρη.505Στων Τάρταρων τ’ ασάλευτα γλυκοξυπνάς μιας λύπηςτο σάλεμα, κι ενός καημού που κάτι πάει ν’ αδράξει·η κόλασ’ είναι κόλαση μονάχα σαν της λείπεις,ω ταξιδεύτρα προς το φως με της νυχτός τ’ αμάξι.Εσ’ είσαι το υπνοβότανο το θείο που αδερφώνει510τους κόσμους, τον απάνου και τον κάτου,το μέτωπό σου ανατολή του ήλιου, Περσεφόνη,στα πόδια σου είν’ ο ίσκιος του θανάτου.Την ίδια αχατοκάμωτη πορφύρα την απλώνειςστο κουρασμένο δειλινό και στη δροσάτη αυγή,515και με το ίδιο το φιλί το μητρικό σιμώνειςτο θάνατο και τη ζωή.Σα δέντρο οι κόσμοι αγνάντια σου· του δέντρου όλα τα φύλλαστους κόρφους σου θα πέσουνε ξερά και θα στρωθούν.Σαν από γλυκοχάραμα σκορπιέσαι ανατριχίλα520στους ίσκιους τους αγέλαστους που κρυώνουν και ξεχνούν.Και σαν ηλιοβασίλεμα στον κόσμο τον απάνωξανάρχεται η θεότη σου του κόσμου να θυμά,πως μια νυχτιά αξημέρωτη, χωρίς κανένα πλάνο,παραμονεύει από σιμά.

525Και σ’ αγαπώ, γιατ’ εσύ ζεις· τ’ άλλα τριγύρω σου ίσκιοι,που ακόμα δε γεννήθηκαν ή δεν υπάρχουν πια·στα πόδια σου η κιθάρα μου, που βλέπει και που βρίσκειτα περασμένα και τ’ αυριανά.Και σ’ αγαπώ μ’ όλο το νου και μ’ όλη την καρδιά μου,530και μ’ όλο το τραγούδι μου, πνοή και των εννιά,κι απάνω απ’ όλα σ’ αγαπώ, ποθοκρατόρισσά μου,για τον καιρνούριον έρωτα που μὄβαλες βαθιά.Για τον καιρνούριον έρωτα, π’ όλη νοεί την πλάσησαν ένα πλάσμα και σα μια ψυχούλα την πονεί·535κάμπιες, καρδιές, κορφές, γκρεμοί, λιοβόρια, χλωρά δάση,ενός χεριού μια ζωγραφιά στο ίδιο το πανί.Ω τον καινούριον έρωτα, που χωριστό δεν έχειμικρό, μεγάλο, τίποτε για είδωλο, για θεό,κι όλα τα θέλει υπέρτατα και θεία τα παντέχει,540και σ’ όλα δέεται ήσυχα στον ίδιο το ναό.Και καραβιών και συντριμμιών εγώ τ’ αραξοβόλι·ξανοίγουν όμοια απάνω τους την όψη μου γειρτήστο χάος οι καταποντισμοί κι οι ανθοί στο περιβόλι·μιας κόρης μού είστε πρόσωπο, γη, βάραθρα, ουρανοί.545Όλα τα κλαίω και τα ρωτώ, κι όχι στον άμμο απάνω,στη γη του Λόγου το ’χτισα το κάστρο της καρδιάς·κι έπρεπε, για ν’ αναστηθώ, κι έπρεπε να πεθάνω·μ’ ανάστησες, και μ’ άφησες να στέκω όπου πατάς.

Γοργή η αυγή, και πιο γοργή από κείνη,550σε κείνη μέσα, της αυγής της ίδιας η καρδιά,υπάρχει, υπάρχει μια στιγμή που ανάφτει και που σβήνει,και μόλις την προφταίνει και η ματιά.Κι είν’ η στιγμή η μακαρισμένη της δροσοσταλιάς,που τη φορούν ανέγγιχτο στεφάνι οι άσπροι κρίνοι,555που ευφραίνετ’ όλος μέσα της ο ήλιος βασιλιάς,και τη λαμποκοπάει, και δεν την πίνει.Σαν τη δροσιά και σαν τον ήλιο εγώ ειμαι της στιγμήςτης γλήγορης και της μακαρισμένης·γαλήνη, της αγάπης ταίρι στην ψυχή μου ζεις,560και πήρες ρίζα, μέσα μου, στιγμή, και δε διαβαίνεις.

Κι ήσουν Εσύ που βάσταξες της λύρας μου το ίσοκαι μ’ άλλαξες το ριζικό σε νέο και μέγα κάτι,και το σκαμνί που μου ’δειξες και μού ειπες να καθίσωτου θρόνου σου ήταν ένα σκαλοπάτι.565Και μού ειπες: «Νά την η Άνοιξη, προσμένει να τη ζέψωστο διαμαντένιο αμάξι μου που θα μας πάει ψηλά,χελιδονοβασίλισσα στη γη θα ταξιδέψω,που μια λαχτάρα γίνεται για μας και μια αγκαλιά.Και θα σταθώ στα ολόχλωρα στα πρώτα μου λημέρια,570το μεταξένιο εργόχειρο, το ξόμπλιο το χρυσό,της τέχνης θάμα, σε σοφά να ξαναπιάσω χέρια·όλο τ’ αρχίζω, και ποτέ δεν έχει τελειωμό.Του κόσμου τα καρφώνω εκεί τα πρόσωπα όλα, νέα,τον κόσμο σαν τριαντάφυλλο, τον κόσμο σα γκρεμό,575του κόσμου όχι το φάντασμα· του κόσμου την ιδέα,τον κόσμο σ’ ένα κοίταμα ριμένο από θεό.Έλα μαζί μου· νά η ζωή! Θεά σού το προστάζει,σα λατρεμένο κόνισμα να την ξαναχαρείς,να μαραζώσεις μ’ όλο της και πάλε το μαράζι,580να ξαναβρείς τα δάκρυα της, το μέλι της να πιεις,να ιδροκοπήσεις δουλευτής, ταξιδευτής να γείρειςγια ύπνο, που δεν έρχεται, στην πέτρα το κορμί,και μέσα σ’ όλα μιας πλατιάς αγάπης νά εισαι ο κύρης,και να ποτίζ’ η αγάπη σου και να θαματουργεί.585Γιατί μαζί μου θά εισ’ εσύ· και θα την ξαναζήσεις,μ’ όσα κι αν έχει βάσανα, μ’ όσους κι αν κλει καημούς,μα ελεύτερα και θέλοντας, χωρίς να τη φροντίσεις,τη ζήση, σαν ημίθεος κοντά με τους θνητούς.Εσένα το τραγούδι σου κόσμους τους ήχους κάνει,590να συντροφέψεις του έργου μου την πλάση, έλα μαζί,δικό μου αν είν’ το χέρι μου, μπορεί να μη μου φτάνει,νά που ζητάει βοήθεια του μια υπέρτατη φωνή!Θάμα της τέχνης το έργο μου, σαν το Θηβαίικο κάστρο,με το τραγούδι τελειωμένο, ακέριο ας απλωθεί!»

595Κι ο αρματοδρόμος ο Θεός, που είναι της μέρας τ’ άστρο,ξαφνίστηκε αγναντεύοντας τον ξαναγυριστή.Απ’ το ταξίδι το στερνό, που γυρισμό δεν ξέρει,ο γυριστής εγώ!Μες στο λιβάδι του χλωμού τ’ ασφόδελου ένα χέρι600μ’ έκοψε και με κάρφωσε του θείου του κόρφου ανθό.Και τώρα ας λάμπει η μυστική χλωμάδαστο πρόσωπό μου, η χτυπητή χλωμάδα του νεκρού.Του ακύμαντου το γέλασμα, του Μάρτη η πρασινάδαδεν είναι σαν τα σπλάχνα μου γλυκά και σαν το νου.605Κι αν απαντούσα την ξανά τη μαυροκυματούσακαι την ηλιοφεγγόβολη ψυχή του χαλασμού,θα την πλησίαζα ήσυχος και θα την ευλογούσα,γιατί δε ζω όπως έζησα, δεν είμαι όπως προτού.Των όλων είμ’ ελεητής, κι ας είμαι απάνω απ’ όλα,610του κόσμου ξένος βρίσκομαι, δεν είμαι και αρνητής,γυμνό κρατήσου στην κορφή, βουνό, και φεγγοβόλα·τα ισκίωματα δροσόχλωρα στα πλάγια τα φορείς.

Βασανισμένε, ταπεινέ, και λυτρωμένε, και ίσε!Σε ξέρω, είναι το στόμα σου της αρμονίας κρουνιά,615θνητέ, αν δεν έγινες Θεός, άνθρωπος πια δεν είσαι,γιατί νοείς τ’ αθάνατα και ζεις μαζί μ’ αυτά.Μόλις απάνω σου έριξα τη μαντική ματιά μου,καθώς ξαναϋψώθηκα στον ήλιο απ’ τους βυθούς,είπα· «Απ’ τα σπλάχνα μου είν’ αυτός κι απ’ την κληρονομιά μου»·620και σ’ είδα εκεί στην Καλλιρρόη με τους εννιά κρουνούς,σε μιας ελιάς μοναχικής τον ίσκιο μελετούσεςτη μοίρα, τ’ όνειρο, τ’ αρχαία, τα νέα, τη ζωή,κι οι εννιά κρουνοί, σαν τις εννιά τις αηδονολαλούσες,μέσα σου ξύπναγαν κι από μια σκέψη μουσική.625Καμπάνες προύντζινες θρησκεία βροντολαλούσαν ξένη,τ’ αρχαία ρημάδια σώπαιναν καταφρονετικά·τ’ αρχαία, τα νέα, μάρμαρα, δέντρα, ό,τι έφυγε, ό,τι, μένει,γυρεύουν ένα ταίριασμα μέσα σε μια αγκαλιά.Κι ήρθα σ’ εσένα ακάλεστος, και τη βαριά τη Λύρα630σ’ εσέ την εμπιστεύομαι, των όλων θησαυρό,κι από των άσοφω σοφών τα καταφρόνια πήρακαι μέστωσα τη γλώσσα σου και τη μιλώ κι εγώ.Γιατί μ’ αρέσει η γλώσσα σου, γιατί μ’ αρέσει εμένα,σαν κάποια αργά ανεβάσματα σε κάποια ορθά βουνά.635Μέσα της πέλαγα άψαχτα. Στα δάση τα παρθέναφωλιάζουν όλα τ’ άπιαστα και τ’ άγρια τα πουλιά.Γιατί μ’ αρέσει η γλώσσα σου· τα λόγια της ευφραίνουντων αηδονιών τα ονείρατα και των περιστεριών,και τους αλαφροΐσκιωτους μαγεύουν, και πηγαίνουν640με τους Πηγάσους των ηρώων και των τραγουδιστών.Κι ήρθα, σα να με κάλεσες· και την παλιά τη Λύραστα νέα σου χέρια οδήγησα· δώσ’ της εδώ φωνή.Εμέ προσμένει άλλη ζωή, με σφράγισε άλλη μοίρα,μα η γη μας το τραγούδι μου διψάει να ξαναπιεί.645Και τα νεράκια τ’ άβαθα, γλυκόηχα, κρύα, καθάρια,για να τα πιεις, τα ηλιόλαμπα και τα ποτιστικά,πήραν κι απ’ άλλες ρεματιές κι απ’ άλλα κεφαλάρια,κι αλλάξανε και πλάτυναν και θόλωσαν· και πιασε καταβόθρες χάθηκαν κι ανήλιαγα κατώγια,650και τώρα αλλού ολοφούσκωτος φανήκαν ποταμός·και τα τραγούδια μου τ’ απλά και τα λιτά μου λόγιαφωτιά στα Τάρταρα ήβρανε και στα Ηλύσια φως.Κι ήρθαν, και ξανακούστε τα, βαθιά, επικά, μεγάλα,του κάτου κόσμου τ’ άγγιξαν οι κύκλοι οι μυστικοί,655λόγος το τραύλισμα έγινε και νερομάνα η στάλα.Νά, και η ψυχή μου, πάρ’ τηνε στο νέο κορμί σου Εσύ!

1903‒1904
Ασκραίος ένεκα της αγάπης του ποιητή προς τον Ησίοδο
το οποίο χρησιμοποιούσε και ως ψευδώνυμο.
Η  Κύμη της Αιολίδος ήταν η ιδιαιτέρα πατρίς του Ησιόδου.

Σχόλια