Στην περιοχή της Κύμης, η οινοπαραγωγή στο β’ μισό του 19ου αιώνα, σε συνδυασμό με τη ναυτιλία, αποτέλεσε τον κύριο μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης της πόλης.
Το περίφημο κουμιώτικο κρασί από τη Μαύρη Κουντούρα, της αρχαίας αυτής ποικιλίας της Εύβοιας (κλώνος αιγαιοπελαγίτικης Μανδηλαριάς) εξαγόταν στα λιμάνια του Εύξεινου Πόντου και της Γαλλίας (ως χημική ουσία, μαύρο χρώμα, για να χρωματίζει τα γαλλικά κρασιά). Οι Κουμιώτες μάλιστα με οθωμανικό διάταγμα χρησιμοποιούσαν δική τους μετρική μονάδα, την κουμιώτικη βαρέλα 54 οκάδων. Μεταγενέστερα όμως με την Ψήφιση στη Γαλλία του νόμου περί δασμών, σταμάτησαν οι εξαγωγές κυμαϊκών κρασιών με δυσάρεστες οικονομικές επιπτώσεις για την Κύμη.
Το μαύρο κουμιώτικο κρασί, που παραγόταν από την ποικιλία «κουντούρα», ζητιόταν τότε προ πάντων από τη Γαλλία, της οποίας είχαν καταστραφεί τ’ αμπέλια από τη φυλλοξήρα. Το κενό αυτό της γαλλικής παραγωγής αναπλήρωσαν οι Κουμιώτες αμπελοκαλλιεργητές, καραβοκυραίοι και έμποροι. Ήταν φυσικό να προσλάβει έτσι τεράστια έκταση η ναυτιλία με τα ιστιοφόρα του Δήμου Κυμαίων, και κυρίως της Κύμης , της Ενορίας και της Ποταμιάς.
Προ πάντων η Μασσαλία τράβαγε τα κρασιά. Οι Γάλλοι είχανε πάρει και κλήματα από την Κύμη και τα μεταφύτεψαν στον τόπο τους, σαν καταστραφήκαν τ’ αμπέλια τους (cabernet sauvignon). Κρασιά παίρνανε πολλά και οι Ιταλοί. Με τα κουμιώτικα κρασιά οι Γάλλοι δυναμώνανε τα δικά τους κρασιά. Κυκλοφορούσανε τότες εδώ δεκάρες και πεντάρες μπακίρες, που οι Κουμιώτες εμποροκαπεταναίοι και οι εμπορευόμενοι γενικά, τις πουλάγανε όξω και κερδίζανε πολλά λεφτά.
Τα γεμάτα βαρέλια – μπόμπες των 500 οκάδων – τα ρίχνανε στη θάλασσα, εκειδά στο μώλο της Πλατάνας, και τα τραβάγαν ρεμούλκιο, ένα-ένα ίσαμε το φουνταρισμένο ανοιχτά καΐκι κι εκεί με μάνικα τ’ αδειάζανε στα τεπόζιτα που είχε το πλοίο στ’ αμπάρι του. Τ’ αδειασμένα βαρέλια, τα σέρνανε πάλι ρεμούλκιο στη στεριά, να τα ξαναγιομίσουν. Τα στερνά βαρέλια – άμα δεν χώραγαν άλλο τα τεπόζιτα – τ’ αφήνανε γιομάτα στην κουβέρτα του καραβιού. Μ’ αυτό το μαρτύριο και τον παιδεμό των ανθρώπων, γινότανε στα παλιά τα χρόνια, με την ψυχή στα δόντια μέσα σε αδιάκοπα κίντυνα, ή φόρτωση των κρασιών, σε κείνη την απροστάτευτη από τα μπουρίνια σπιάντζια.
Η μεταφορά του μούστου από τα πατητήρια στον μώλο, γινόταν με τα άλογα σε ασκούς (τουλούμια).
Αλλά και από την εποχή του Παυσανία, η Μανδηλαριά συμμετείχε στην παραγωγή του φημισμένου χιώτικου Αριούσιου οίνου. Οι αναφορές μιλάνε για ένα ασυνήθιστο κρασί, με ατίθασο χαρακτήρα με πολύ σκούρο χρώμα και στιβαρές τανίνες. Η μαύρη κουντούρα δημιουργεί στιβαρά κρασιά, αρμονικά και ελκυστικά που πλημμυρίζουν το στόμα από κόκκινα φρούτα και μπαχαρικά.
Στην Κρήτη την ονομάζουν Μαντηλάρι και όχι Μανδηλαριά όπως στην υπόλοιπη Ελλάδα, ο βαφειάς για τους ντόπιους. Η ποικιλία αυτή χαρίζει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα, προσδίδει όγκο στο σώμα του κρασιού αλλά θέλει ιδιαίτερη καλλιεργητική προσπάθεια για να φτάσει στα απαραίτητα ζάκχαρα και άρα την επιθυμητή αλκοόλη. Συνήθως οινοποιείται σε συνδυασμό με άλλες ποικιλίες. Οι μονοποικιλιακές οινοποιήσεις δίνουν ενδιαφέροντα αποτελέσματα, που ζητάνε όμως χρόνο παλαίωσης για να μαλακώσουν οι χαρακτηριστικές επιθετικές τανίνες. Ο χρόνος αυτός παλαίωσης καθορίζεται στα 5 έτη, ενώ στην περίπτωση του μονοποικιλιακού ο χρόνος θα πρέπει να είναι αυξημένος. [3]
Η Μαυροκουντούρα πρόκειται για έναν άλλο κλώνο της Αιγαιοπελαγίτικης Μανδηλαριάς, αλλά με πιο μικρά σταφύλια, πιο σκούρο χρώμα, και πιο βελούδινες ταννίνες.
Στην Ικαρία η τοπική ποικιλία ονομάζεται Κούντουρο και συνήθως οινοποιείται σε συνδυασμό με Φωκιανό.
Σήμερα εορτάζει ο Άγιος Τρύφωνας, Προστάτης των Αμπελουργών. Αποτελεί το έναυσμα των αμπελουργικών εργασιών, με έθιμα για τον βλαστικό κύκλο του αμπελιού - χορό γύρω από το κρασί. [4]
Πηγές
[1]Κούμη ιστορίες ανάκατες Τάσος Ζάππας "Ευβοϊκά"
[2] https://vinologio.blogspot.com/2015/09/blog-post_13.html
[3] Οινοτικά www.winesofcrete.gr
[4] Αρχείον Πολιτισμού και εδώ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου