Συνθήκες ιδιοκτησίας του δάσους Καστροβαλά και Καδίου

Συνθήκες ιδιοκτησίας του δάσους Καστροβαλά

Το δάσος Καστροβαλά "χαρακτηρίζεται" (σ.σ. από το δασαρχείο) ως συνδιακατεχόμενο σήμερα και η διαχείριση και εκμετάλλευσή του γινόταν με από τις τέσσερις κοινότητες Καλημεριάνων, Ανδρονιάνων, Βιτάλου και Πύργου και σήμερα από το Δήμο Κύμης.

Από το 1836 και μετά, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας δηλαδή, η έκταση που καταλαμβάνεται από το μελετώμενο δάσος χαρακτηρίζεται ως ιδιωτική και ανήκε στο χωριό Καστροβαλά.

Ο χαρακτηρισμός της έκτασης προκύπτει εκείνη τη χρονιά (το 1836) από το πρωτόκολλο διαχωρισμού των ορίων του δάσους από τα όρια του τότε Δήμου Καστροβαλά και της κοινότητας Μετοχίου, με την οποία συνορεύει. Το μελετώμενο δάσος χαρακτηριζόταν ως ιδιοκτησία του Δήμου Καστροβαλά από το έτος 1836 μέχρι το έτος 1914, οπότε και ο Δήμος καταργήθηκε και δημιουργήθηκαν οι τέσσερις προαναφερθείσες κοινότητες, με αποτέλεσμα το δάσος να περιέλθει εξ αδιαιρέτου και στις τέσσερις νέες κοινότητες.

Το 1905 συντάχθηκε πίνακας υλοτομίας και εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 71915/ 17-91905 διαταγή του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία όμως χαρακτήριζε το δάσος ως διακατεχόμενο από τον τότε Δήμο Καστροβαλά και με κάθε επιφύλαξη για τα δικαιώματα του Δημοσίου.

Το έτος όμως 1914, η κατάργηση του Δήμου Καστροβαλά και η δημιουργία των τεσσάρων ξεχωριστών κοινοτήτων όρισε καινούρια διοικητικά όρια για κάθε κοινότητα και δημιουργήθηκαν και διαφωνίες όσο αφορά το ποσοστό της συνδιακατοχής της κάθε κοινότητας στο δάσος Καστροβαλά. Το μεγαλύτερο μέρος της δασικής έκτασης βρίσκεται μέσα στα διοικητικά όρια των δύο από τις τέσσερις κοινότητες, των Ανδρονιάνων και του Βιτάλου. Οι δύο παραπάνω κοινότητες διεκδικούσαν όλη τη δασική έκταση, ενώ αντίθετα οι άλλες δύο υποστήριζαν ότι όλη η έκταση του δάσους ανήκε εξ αδιαιρέτου και στις τέσσερις κοινότητες μιας και δημιουργήθηκαν με την κατάργηση του Δήμου Καστροβαλά. Το Υπουργείο Γεωργίας υποστήριξε τελικά τη δεύτερη άποψη.

Οι διαφωνίες συνεχίζονταν μέχρι το 1979 και το δάσος παρέμεινε τελικά ανεκμετάλλευτο. Συμφωνία επιτεύχθηκε στις 30 -5 -1979 ανάμεσα στους προέδρους και των τεσσάρων κοινοτήτων, σε ειδική σύσκεψη, που έγινε για το θέμα αυτό. Στη σύσκεψη αυτή αποφασίστηκε ότι οι δασικές εκτάσεις ανήκουν και στις τέσσερις κοινότητες εξ αδιαιρέτου, στην εκμετάλλευση όμως του δάσους θα συμμετέχουν με τα παρακάτω ποσοστά: με το 28% οι κοινότητες των Ανδρονιάνων και του Βιτάλου και με το 22% οι κοινότητες του Πύργου και των Καλημεριάνων. Μετά από την 1-1-1999, το δάσος ανήκει στο Δήμο Κύμης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Ευβοίας. Επίσης το δάσος δεν βαρύνεται με κλασματικά δικαιώματα, ούτε και με κανένα είδος δουλείας από κάποιον τρίτο.



Συνθήκες ιδιοκτησίας του δάσους Καδίου

Το δάσος Καδίου – Αγίου Βλασίου – Βρύσης – Μανικιών – Μακρυχωρίου ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου και ανέκαθεν διαχειρίζεται σαν Δημόσιο.

Από τα αρχεία και το βιβλίο ιδιοκτησίας δασών του Δασαρχείου Αλιβερίου δεν ευρέθησαν στοιχεία σχετικά με την ιδιοκτησία αυτού και έτσι δεν είναι γνωστός ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας του δάσους. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα περί των συνθηκών ιδιοκτησίας από την προηγούμενη διαχειριστική έκθεση, παραθέτονται τα εξής:

Η Εύβοια δεν απελευθερώθηκε αιτία πολέμου, αλλά αποδόθηκε το έτος 1833 μετά από φιρμάνι του σουλτάνου με βάση το πρωτόκολλο του Λονδίνου από το 1830 και έτσι η κυριότητα δεν περιήλθε δικαίω πολέμου.

Η απόδοση της Εύβοιας χωρίς δικαίωμα πολέμου εξασφάλισε τη διατήρηση της ιδιοκτησιακής κατάστασης επί τουρκικής κατοχής, όπως προβλεπόταν από την ελληνοτουρκική σύμβαση των Αθηνών «Περί αποζημίωσης Βακουφιών κλπ κτημάτων» που ακολούθησε. Σύμφωνα με τις διατάξεις του από 3- 5 Δεκεμβρίου 1833 ισχύον επέχοντος Β. διατάγματος και άρθρου 16 του από 21-6-1837 Νόμου, στο ελληνικό δημόσιο περιήλθαν όλα τα μη δεσποζόμενα και επικαρπούμενα από τους κατοίκους κτήματα και τα μη αντιπροσωπευόμενα από τίτλους λιβάδια, τα αδέσποτα ή εγκαταλελειμμένα από τους κληρονόμους κτήματα και τα κοινόχρηστα.

Επίσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν 17/1836 «Περί ιδιωτικών δασών», οι ιδιοκτήτες των δασών είχαν υποχρέωση να παρουσιάσουν τους τίτλους των στις Οικονομικές Γραμματείες για αναγνώριση αυτών σαν ιδιωτικών και μέσα σε ένα χρόνο από τη δημοσίευση του Νόμου αυτού, δηλαδή μέχρι την 1-12-1837. Επίσης το ίδιο άρθρο ορίζει ότι μετά το πέρας της παραπάνω προθεσμίας (ένα έτος) όλα τα δάση, για τα οποία δεν θα παρουσιαστούν όπως οι παραπάνω απαιτούμενοι τίτλοι, θα θεωρούνταν σαν εθνικά αδιαφιλονίκητα και θα διατίθενται σαν τέτοια δάση. Έτσι τα δικαιώματα κυριότητας του Δημοσίου στις εκτάσεις δασών, μερικά δασοσκεπών και χορτολιβαδικών εδαφών της μελετώμενης περιοχής στηρίζονται στο Νόμο και περιέχονται σε αυτόν είτε από διαδοχή από το τουρκικό Δημόσιο είτε και με χρησικτησία.

Όσον αφορά το δημόσιο δάσος Καδίου και μετά το γενόμενο οριστικό αποτερματισμό με το διακατεχόμενο δάσος Καστροβαλά (με το από 3-6-1968 πρωτόκολλο) δεν υπάρχει καμιά αμφισβήτηση ως προς τα όρια αυτά.

Η πρώην κοινότητα Ταξιαρχών διεκδικούσε μέρος του τμήματος 4 και κατέθεσε ένσταση, η οποία και απορρίφθηκε με την από 7-7-1970 απόφαση της Επιτροπής Εκδίκασης Ενστάσεων και έτσι κατέστη τελεσίδικο το παραπάνω πρωτόκολλο. Επίσης προσφυγή της ίδιας Κοινότητας κατά την αρ. 127/ 7 - 4 -1916 απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου ορίων μεταξύ αυτής και της πρώην Κοινότητας Καδίου απορρίφθηκε με την αρ. 142/15-10-1946 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Διοικητικού Δικαστηρίου.

Για το δημόσιο δάσος Αγίου Βλασίου υπάρχει αμφισβήτηση, ως προς τα όρια, από την πρώην Κοινότητα Μανικιών που διεκδικεί το δικαίωμα δουλείας βοσκής σε ολόκληρη την έκταση των συστάδων 8γ, 8δ, 8ε, 8στ, 8ζ, 8η. Η έκταση αυτή χρησιμοποιείται από χρόνια για να βόσκουν τα κτηνοτροφικά ζώα των Μανικιών.

Σχετικά με τα όρια των δημοσίων δασών Βρύσης, Μανικιών και Μακρυχωρίου καμία αμφισβήτηση δεν υπάρχει. Από τους κατοίκους Μανικιών υπάρχει αμφισβήτηση για μέρος του τμήματος 11, το οποίο βρίσκεται νότια του ρεύματος Μακρυχωρίτη. Οι κάτοικοι αυτοί το θεωρούν σαν ιδιοκτησία τους, γιατί εμπίπτει στην περιοχή που έχει αγοραστεί από την Ιερά Μονή Αγ. Ιωάννη (Κλιβάνου). Δεν υπάρχει όμως αναγνωριστική απόφαση υπέρ αυτών, ούτε δημιουργείται θέμα, γιατί πρόκειται για βοσκότοπο που χρησιμοποιείται ελεύθερα από τους κατοίκους των Μανικιών.

Σε ότι αφορά τα όρια ολόκληρου του δάσους, επιβάλλεται στο μέλλον η κατασκευή κτιστών ορόσημων για την ασφάλεια των ορίων αυτού.

Σε βάρος της ιδιοκτησίας του υπόψη δημοσίου δάσους, όπως και σε όλα τα δημόσια δάση, υπάρχουν από τα κλασματικά δίκαια η δουλεία ξύλευσης για τους κατοίκους των δημοτικών διαμερισμάτων, στα οποία υπάγονται τα δάση αυτά και η δουλεία βοσκής υπέρ των νομικών προσώπων των διαμερισμάτων αυτών. Οι δουλείες αυτές ασκούνταν ανέκαθεν και αναγνωρίστηκαν με νομικές διατάξεις.

Δάσος Καστροβαλά

Βάση αρχείων του Δασαρχείου Κύμης, μέχρι το 1950 δεν έγινε καμιά υλοτομία για εμπορία του ξύλου. Έγιναν όμως υλοτομίες για την κάλυψη των ατομικών αναγκών των συνιδιοκτητών και ήταν πολύ περιορισμένη. Επίσης έγινε και απόληψη κατακείμενων κορμών από ανεμορριψίες. Για το δάσος συντάχθηκαν συνολικά πέντε εκθέσεις. Η πρώτη και η δεύτερη ήταν πενταετούς ισχύος 1957 – 1961 και 1970 – 1974 αντίστοιχα. Η τρίτη και η τέταρτη μελέτη συντάχθηκε από τον Ε. Μυλωνά αλλά καμιά δεν εφαρμόστηκε πλήρως. Η πέμπτη έκθεση είναι δεκαετούς ισχύος (1999 – 2008) έπειτα από επιμονή της Περιφερειακής Διεύθυνσης Δασών Στερεάς Ελλάδος και αυτό δημιουργεί πρόβλημα στην καλύτερη χρηματοδότηση του δάσους από την ευρωπαϊκή ένωση, μιας και οι σύγχρονες διαχειριστικές απόψεις πολλαπλών σκοπών απαιτούν τη συχνότερη της δεκαετίας μελέτη των δασών (Σταματόπουλος 1999).

Όλοι οι διαχειριστές προέβλεπαν στη διαχειριστική κλάσης ελάτης τη διατήρηση του φυσικού δημιουργημένου υποκηπευτής μορφής δάσους, αλλά η απόληψη των ποσών που είχαν εγκριθεί μετά την προσήμανση, έγινε με την υλοτομία υπερώριμων ατόμων ελάτης, στηθιαίας διαμέτρου 0,40m και άνω, χωρίς υλοτομικές παρεμβάσεις στο σύνολο του δάσους και σε συνεχή βάση.

Έτσι στο μεγαλύτερο μέρος του δάσους παρατηρούνται σοβαρά προβλήματα διαταραχής της κανονικότητας του ξυλαποθέματος, τα οποία καλούνται να επιλύσουν οι επόμενες διαχειριστικές παρεμβάσεις.



Δάσος Καδίου 

Από τη μελέτη της τελευταίας διαχειριστικής έκθεσης (περιόδου 1987-1996) που συντάχθηκε από το δασαρχείο Αλιβερίου για το υπό μελέτη δημόσιο δάσος, προέκυψε το όλο ιστορικό του. Το μελετώμενο δάσος που είναι μέρος του δασικού οικοσυστήματος Διρφύος άρχισε να διαχειρίζεται κανονικά από το έτος 1947 και μετά. Τα προηγούμενα από την πρώτη μελέτη χρόνια η εκμετάλλευση του παρόντος δάσους γινόταν με βάση πίνακες υλοτομίας, κυρίως για την απόληψη μικροποσών ξυλείας ή άλλων δασικών προϊόντων, για μικροεπαγγελματικές ή τις ατομικές ανάγκες των κατοίκων και πολύ σπάνια για το εμπόριο. Τα χρόνια εκείνα και παρά τις αντίξοες συνθήκες η δασική υπηρεσία έδωσε μάχη για τη σωτηρία του δάσους (Παληχωρίτης 2000).

Όμως οι παράνομες υλοτομίες των περιόδων αυτών, η υπερβόσκηση, οι εκχερσώσεις για την απόκτηση καλλιεργήσιμης γης, οι εκφλοιώσεις, οι κλαδονομές, η βοσκή και οι γενόμενες πυρκαγιές αποτυπώνονται ακόμη και σήμερα, μετά την πάροδο τόσων ετών στην εικόνα του μελετούμενου δάσους όπως και όλων των δημοσίων δασών της χώρας (κυρίως η έλλειψη της φυσικής αναγέννησης). Σε πολλές περιπτώσεις εάν δεν παρθούν άμεσα και δραστικά μέτρα είναι αμφίβολη ακόμα και η απόληψη λήμματος από το υπόψη δάσος.

Κατά το έτος 1947 έγινε η σύνταξη της πρώτης διαχειριστικής έκθεσης με χρόνο ισχύος μόνο για την πενταετία 1947 – 1952.

Στη διαχειριστική κλάση της ελάτης εφαρμόστηκε η συσταδική μέθοδος για την απόληψη τεχνικού ξύλου. Οι διενεργηθείσες υλοτομίες πέρα από την απόληψη των δασικών προϊόντων είχαν εξυγιαντικό χαρακτήρα και υλοτομήθηκαν τα άχρηστα άτομα (υπέργηρα, καρκινοπαθή, πολυκόρυφα, στρεβλά). Οι υλοτομίες όμως ήταν περιορισμένες και κάλυψαν μόνο τις ατομικές ανάγκες για οικοδομήσιμη ξυλεία και επειδή η διάθεση των καυσόξυλων ήταν ασύμφορη, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος εξυγιαντικός σκοπός με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση σημαντικού ξυλώδους όγκου δασοπονικά ώριμου.

Για τα επόμενα χρόνια εφαρμόστηκε η ίδια διαχείριση και με βάση πίνακες υλοτομίας. Όμως παρά το γεγονός ότι προβλέπονταν και εδώ έντονες υλοτομίες, αυτές περιορίζονταν στην απόληψη μικροποσοτήτων ξυλείας ελάτης για ατομικές και μκροεπεγγελματικές ανάγκες των κατοίκων των ενδιαφερόμενων περιοχών, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση όλου και περισσότερου ξυλώδους όγκου δασοπονικά ώριμου στις συστάδες.

Το 1987 έγινε η σύνταξη της δεύτερης ουσιαστικά διαχειριστικής έκθεσης με περίοδο ισχύς τα 10 χρόνια από το 1987 έως το 1996 και η οποία παρατάθηκε για δύο ακόμη χρόνια μέχρι το 1998. Σε αυτήν προτάθηκαν μια σειρά δασοκομικών μέτρων και χειρισμών, όπως η καλλιέργεια του ξυλώδες κεφαλαίου, η εξυγίανση του ξυλαποθέματος, η υποβοήθηση της φυσικής αναγέννησης, οι περιποιήσεις των συστάδων, οι αναδασώσεις και η ρύθμιση της βοσκής που αποσκοπούσαν στην καλύτερη δυνατή βελτίωση του ξυλαποθέματος των συστάδων, κυρίως της ελάτης και την επίτευξη της κανονικής υποκηπευτής δασοπονικής μορφής των συστάδων κατά ομάδες και λόχμες.

Όμως από την κατάσταση που βρίσκεται το δάσος σήμερα, παρατηρείται ότι οι στόχοι που είχαν τεθεί για την οργάνωση της δασοπονίας σε αυτό δεν επιτεύχθηκαν με αποτέλεσμα το δάσος να παραμείνει στην πρότερη μορφή του. Οι υλοτομίες στην κλάση της ελάτης δεν ήταν έντονες για την εξυγίανση του ξυλαποθέματος (περιορίστηκαν μόνο στην απόληψη τεχνικού ξύλου, βιομηχανικού ξύλου και ξύλου θρυμματισμού για το εμπόριο και μικροποσοτήτων για τις ατομικές ανάγκες των περίοικων), δεν έγιναν οι απαραίτητες καλλιεργητικές επεμβάσεις, οι κατάλληλοι δασοκομικοί χειρισμοί για την υποβοήθηση της φυσικής αναγέννησης των συστάδων, δεν έγιναν αναδασώσεις στις μερικά δασοσκεπείς εκτάσεις της ελάτης και στα διάκενα των δασοσκεπών εκτάσεων. Επίσης σε πολλές συστάδες το ξυλώδες κεφάλαιο είναι γερασμένο, η συγκόμωση έχει διασπαστεί επικίνδυνα, η εγκατάσταση της φυσικής αναγέννησης είναι προβληματική, υπάρχουν πολλά ξερά, καρκινοπαθή, κακόμορφα, σάπια, αποκορυφωμένα άτομα ελάτης και καθίσταται αδύνατη και αυτή η απόληψη λήμματος.

Για τις ατομικές ανάγκες σε τεχνική ξυλεία καθορίζονταν συστάδες από τις οποίες κάθε χρόνο προμηθεύονταν οι κάτοικοι τις απαιτούμενες ποσότητες. Αυτό όμως είναι λάθος χειρισμός γιατί υπήρχε περίπτωση μια συστάδα να υλοτομείται για πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα αυτή να επιβαρύνεται με μακροχρόνιες επεμβάσεις, για να μη μπορεί να ηρεμήσει και ο καθορισμός του χρόνου περιφοράς ήταν δύσκολος. Για αυτό πρέπει μια συστάδα να υλοτομείται για ένα ή το πολύ δύο χρόνια.


Τέλος  να αναφέρουμε ότι μέχρι το 2000 το δασαρχείο απέδιδε στις κοινότητες το σύνολο των εσόδων από την πώληση ξυλείας. 24 χρόνια το Δασαρχείο και ο Δήμος γιατί το αποσιωπούν;

Πηγή

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΣΤΟ Ν. ΕΥΒΟΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ

Αθηνά Ι. Σπύρου Τεχνολόγος Δασοπονίας Επιβλέπων

Δημήτριος Καραμανώλης Επίκουρος Καθηγητής

Θεσσαλονίκη 2009

https://ikee.lib.auth.gr/record/114142


Παραχώρηση δεδομένων περιοχής μελέτης από την δασολόγο του Δασαρχείου Κύμης Ευαγγελία Μάστορη 

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου